Πραγματικοί παράδεισοι είναι οι παράδεισοι που χάσαμε!
Τους χάσαμε όμως για πάντα;
Όχι! Γιατί θα τους αναστήσει η μνήμη, μνήμη ακούσια αλλά διαθέσιμη, μνήμη δεκτική στις μυστηριώδεις αιφνίδιες εμφανίσεις, μνήμη απρόβλεπτη που εξαιτίας της θα χτιστεί πάνω στη γεύση ενός γλυκού το τεράστιο οικοδόμημα της ανάμνησης!
………….
Και σε λίγο, μηχανικά, εξουθενωμένος απ΄ τη πληκτική μέρα και την προοπτική ενός θλιβερού αύριο, έφερνα στα χείλια μου μια κουταλιά τσάι όπου είχα αφήσει να μαλακώσει ένα κομμάτι μαντλέν. Αλλά τη στιγμή που η γουλιά, ανακατεμένη με τα ψίχουλα του γλυκού, άγγιξε τον ουρανίσκο μου, σκίρτησα, προσέχοντας κάτι καταπληκτικό που συνέβαινε μέσα μου. Μια γλυκιά απόλαυση με είχε κυριεύσει, απομονωμένη χωρίς να ξέρω την αιτία της. Μου είχε κάνει ξαφνικά τις περιπέτειες της ζωής αδιάφορες, ακίνδυνες τις καταστροφές της, ανύπαρκτη τη συντομία της…..
Από πού ερχόταν; Τι σήμαινε; Πού θα τη συλλάβω;
…..
Ακουμπώ το φλιτζάνι και απευθύνομαι στη σκέψη μου…
…..
Σκληρή αβεβαιότητα, κάθε φορά που η σκέψη νιώθει πως την ξεπερνά ο ίδιος της ο εαυτός, όταν αυτός, ο ερευνητής, είναι ταυτόχρονα κι όλη η σκοτεινή χώρα που πρέπει να ερευνήσει κι όπου όλα του τα εφόδια δεν τον βοηθούν σε τίποτα. Να ερευνήσει; όχι μόνο: να δημιουργήσει. Βρίσκεται απέναντι σε κάτι που δεν υπάρχει ακόμα και που μόνο αυτός μπορεί να πραγματοποιήσει, κι ύστερα να το φέρει μέσα στο δικό του φως.
Κι αρχίζω πάλι ν΄ αναρωτιέμαι ποια μπορούσε να είναι αυτή η άγνωστη κατάσταση, που δεν την έφερνε καμία λογική απόδειξη, αλλά το αυταπόδεικτο της ευτυχίας της, της πραγματικότητάς της, που μπροστά της οι άλλες πραγματικότητες εξανεμίζονταν.
………
Απαιτώ απ΄ τη σκέψη μου μεγαλύτερη προσπάθεια, να ξαναφέρει για μια ακόμη φορά την αίσθηση που χάνεται.
….
Όμως καθώς νοιώθω τη σκέψη μου να κουράζεται χωρίς αποτέλεσμα, την πιέζω αντίθετα, να δεχθεί τον περισπασμό που της αρνιόμουν, να σκεφτεί κάτι άλλο, ν΄ ανακτήσει δυνάμεις πριν από μια υπέρτατη προσπάθεια. Ύστερα για δεύτερη φορά δημιουργώ ένα κενό μπροστά της, ξανατοποθετώ απέναντι της τη γεύση της πρόσφατης πρώτης γουλιάς και νοιώθω να σκιρτά μέσα μου κάτι που μετακινείται, που θα ΄θελε να ανυψωθεί, κάτι που ξέφυγε, λες από την άγκυρά του, σε μεγάλο βάθος, δεν ξέρω τι είναι, ανεβαίνει όμως αργά, αισθάνομαι την αντίσταση και ακούω το θόρυβο από τις αποστάσεις που διασχίζει.
Σίγουρα αυτό που δονείται έτσι στο βάθος του είναι μου πρέπει να είναι η εικόνα, η οπτική ανάμνηση που, δεμένη μ΄ αυτή τη γεύση προσπαθεί να την ακολουθήσει, για να φτάσει ως εμένα. Αγωνίζεται όμως πολύ μακριά, πολύ συγκεχυμένα. Μόλις διακρίνω την ουδέτερη αντανάκλαση, όπου μπερδεύεται το άπιαστο στροβίλισμα των χρωμάτων που αναταράχτηκαν. Δεν μπορώ όμως να διακρίνω τη μορφή, να της ζητήσω, αφού είναι ο μόνος δυνατός διερμηνέας, να μου μεταφράσει τη μαρτυρία της σύγχρονής της, της αχώριστης συντρόφου της, της γεύσης, να της ζητήσω να μου πει για ποια ειδική περίσταση, για ποια εποχή πρόκειται.
Και ξαφνικά παρουσιάστηκε η ανάμνηση. Αυτή η γεύση ήταν η γεύση του μικρού κομματιού της μαντλέν που την Κυριακή το πρωί στο Κομπραί μου πρόσφερε η θεία μου η Λεονί όταν πήγαινα να της πω καλημέρα στο δωμάτιό της, αφού πρώτα το βουτούσε στο τσάι ή στο φλαμούρι της. Η όψη της μικρής μαντλέν δεν μου ΄χε θυμίσει τίποτα πριν τη γευτώ, ίσως γιατί (……..) όλα είχαν διαλυθεί, οι μορφές (…….) είχαν διαλυθεί ή, κοιμισμένες είχαν χάσει τη δύναμη της επέκτασης, που θα τους επέτρεπε να ξαναδεθούν με τη συνείδηση. Όταν όμως από ένα μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι, αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες, πιο φθαρτές αλλά πιο μακρόβιες, πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές, η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, σαν τις ψυχές, για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν πάνω σ΄ όλα αυτά τα ερείπια, να βαστούν χωρίς να λυγίζουν, πάνω στη μικρή σχεδόν άυλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα της ανάμνησης.
………
Απόσπασμα από το έργο του Μαρσέλ Προύστ
« Από τη μεριά του Σουάν»